«Η δική μου η γενιά, έχω καταλήξει, δεν έχει επηρεαστεί τόσο όσο τα παιδιά και οι έφηβοι», μας λέει η Χριστίνα. Μητέρα δύο παιδιών στην εφηβεία, βλέπει από πολύ κοντά τις επιπτώσεις που έχει η πανδημία στην καθημερινότητά τους, από την εκπαίδευσή τους μέχρι τον ψυχολογικό αντίκτυπο. Οι δύο έφηβες κόρες της περνούν όλο τους τον χρόνο μπροστά από έναν υπολογιστή ή διαβάζουν. «Δεν βγαίνουν, δεν αλλάζουν παραστάσεις, δεν αποφορτίζονται. Είναι πάρα πολύ κουρασμένες. Εγώ έχω πάρα πολλές αναμνήσεις από αυτά τα χρόνια, δεν θα ισχύει το ίδιο γι' αυτά τα παιδιά».
Η κόρη της, η Πηνελόπη, είναι στο έσχατο σημείο της κούρσας που λέγεται Πανελλήνιες. Δύο μήνες πριν από την έναρξη των εξετάσεων, αναπολεί την ανεμελιά του περσινού λοκντάουν, όταν πήγαινε ακόμη στη Β' Λυκείου. «Τότε μου άρεσε, ένιωθα ότι δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα.
Τώρα κλείνω έντεκα ώρες μπροστά από τον υπολογιστή», μας λέει. Η διαρκής ενασχόλησή της με τα μαθήματα συνοδεύεται από την αίσθηση πως χάνεται ένα ουσιαστικό κομμάτι των εμπειριών της. «Είχα μια αλληλεπίδραση με τους φίλους μου, με την τάξη, τώρα κάνω συνέχεια το ίδιο πράγμα, τις ίδιες κινήσεις όλη τη μέρα, μπαίνω στον υπολογιστή. Τελειώνω φροντιστήριο στις 11 το βράδυ. Μου λείπει όλο το κομμάτι τού έξω, τα πάρτι, οι καφέδες, η πενταήμερη εκδρομή. Συμβιβαζόμαστε, αλλά τόσο εγώ όσο και οι φίλες μου δύσκολα το αντιμετωπίζουμε».
Το στρες των Πανελληνίων σε συνδυασμό με την επιβαρυμένη ψυχολογία τους εντείνεται όταν σε περίοδο πανδημίας επικρατεί η ανασφάλεια για το τι θα γίνει στο μέλλον. «Είμαι αγχωτικός άνθρωπος γενικά, σχεδόν πάντα, ακόμη και όταν γράφω ένα τεστ στο φροντιστήριο. Εχω πολλά νεύρα, μπορεί να κράζω τους δικούς μου χωρίς λόγο στο σπίτι. Θα προσπαθήσω να βγω μια φορά μέσα στο Σαββατοκύριακο, αλλά μου στοιχίζει η έλλειψη κοινωνικής επαφής. Δεν γίνεται να μη βγαίνεις.
Θα πρέπει να ξελασκάρει λίγο το μυαλό σου»
Βιώνουν την πανδημία ως τραυματική εμπειρία
Η Μαίρη είναι δασκάλα. Φέτος έχει αναλάβει την Πέμπτη Δημοτικού. Προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες μεταξύ της εκπαίδευσης και της ψυχολογικής στήριξης των μαθητών της. Στο Δημοτικό, μας λέει, συνδυάζεται η καλή ψυχολογία με το γνωστικό κομμάτι της μάθησης. «Πατάμε πάνω στη σύνδεση που αναπτύσσουμε με τα παιδιά. Τα τελευταία χρόνια ειδικά, έχουμε παιδιά πρόσφυγες, παιδιά με ετερότητες, και ποντάρουμε στο να νιώθουν καλά και ασφαλή», μας λέει. «Σκέφτομαι τα προσφυγάκια και τα παιδιά Ρομά. Φέτος, τα τελευταία μάς ήρθαν τέλη Oκτώβρη γιατί ήταν σε λοκντάουν. Τα παιδιά μάλιστα που στο σπίτι δεν έχουν κάποιον γιατί οι γονείς δουλεύουν και δεν τα επιβλέπουν μένουν ευκολότερα εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας».
Τα παιδιά, λέει η Μαίρη, έχουν τις κεραίες για να καταλάβουν τι συμβαίνει, δεν είναι ανάγκη να ακούσουν κάτι από τους γύρω τους ούτε να δουν ειδήσεις. «Είτε πρόκειται για περιπτώσεις πένθους ή διαζυγίου, πάντα τα παιδιά δέχονται τις αρνητικές επιπτώσεις. Αυτό είναι συνήθως κάτι παρεμφερές, αλλά σε αυτή τη θέση είναι η πανδημία. Καταλαβαίνεις από αυτά που λένε και συζητούν ότι δεν είναι δικές τους κουβέντες. Μου λένε “παλιά ο πατέρας μου δούλευε, τώρα όχι, και μας απασχολεί αυτό”. Τα συζητούν και βιώνουν την πανδημία ως τραυματική εμπειρία.
Στην αρχή το πήραν λίγο στον χαβαλέ, στην πορεία όμως κουράστηκαν, η κλεισούρα τούς επηρεάζει. Το “γεια σας” με το που κλείνουν την κάμερα είναι εντελώς διαφορετικό τον τελευταίο καιρό. Η βαρεμάρα, η αγωνία για την επόμενη μέρα αλλά και ενθουσιασμός όταν τους δώσεις κάτι πρωτότυπο, ένα έναυσμα, είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα».
Δεν είναι απλά μια πανδημία, είναι μια επιδημία ψυχολογικής κατάπτωσης
«Πώς το έλεγε η Γερτρούδη Στάιν; Χαμένη Γενιά; Ε, η ιστορία κάνει τον κύκλο της». Η Δώρα, φοιτήτρια σε σχολή της επαρχίας, επέστρεψε στην Αθήνα για να περάσει την καραντίνα στο πατρικό της. Δεν άργησε να βρει δουλειά σε μια εταιρεία τηλεπικοινωνιών για να βοηθήσει τους γονείς της που δουλεύουν στον πολύπαθο φέτος κλάδο του τουρισμού. Οσο τα πανεπιστήμια μένουν ξέπνοα από φοιτητική ζωή, η Δώρα χάνεται μεταξύ δουλειάς και πανεπιστημιακών πρότζεκτ στη δίνη του άγχους. «Τον Μάρτιο νομίζαμε πως μπορούμε να ανταποκριθούμε στην πρόκληση, αλλά κάθε μέρα μού φαίνεται όλο και δυσκολότερο να ανταποκριθώ. Κάνω μια μαλακία δουλειά, μέσα σε τέσσερις τοίχους, με τον υπολογιστή επί 8 ώρες μπροστά μου.
Οταν δεν δουλεύω, παρακολουθώ μαθήματα στη σχολή. Δεν είναι απλά μια πανδημία, για μένα είναι μια επιδημία ψυχολογικής κατάπτωσης. Δεν είχα ποτέ ψυχολογικά προβλήματα. Σταδιακά και όσο συνεχιζόταν ο εγκλεισμός, άρχισα να αγχώνομαι όλο και περισσότερο, πάθαινα κρίσεις πανικού και συνειδητοποίησα πως τα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια τα περνάω μέσα στο σπίτι, δουλεύοντας, χωρίς καμία ελπίδα πως τα πράγματα θα αλλάξουν σύντομα. Ολοι κατά μία έννοια πενθούμε αυτό το διάστημα, το βλέπω και από τις φίλες μου όταν μιλάμε μέσω κάμερας, πάντα μέσω κάμερας. Προσπαθώ να συνεχίζω να δουλεύω, να γράφω, να εξελίσσομαι, να είμαι λειτουργική, αλλά ώρες ώρες νιώθω σαν ρομπότ».
Επικρατούν αμφισβήτηση και έλλειψη εμπιστοσύνης προς το σύστημα
Στα 24 και επί πτυχίω φοιτητής Γεωπονικής, ο Κώστας είναι από τους τυχερούς. Δεν χρειάζεται να ανησυχεί για λογαριασμούς που λήγουν ούτε για την επόμενη πληρωμή του ενοικίου. Κι όμως δείχνει κουρασμένος. Σε λίγους μήνες τελειώνει τις σπουδές του, αλλά βλέπει ένα μέλλον με μελανά χρώματα: «Αυτό το παραμυθάκι πως ένα καλό βιογραφικό θα σταθεί στην αγορά εργασίας έχει διαψευστεί χρόνια τώρα, ειδικά για μια γενιά που θεωρείται από πολλούς μορφωμένη και καταρτισμένη. Οι περισσότεροι θα είμαστε εργασιακά καταδικασμένοι, χωρίς να μπορούμε να υλοποιήσουμε τα όνειρά μας. Φαίνεται πως τίποτα δεν δουλεύει σωστά, δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει».
Όσο η διαρκής αβεβαιότητα παρεισφρέει στις ζωές εκείνου και των συνομηλίκων του, ο Κώστας βρέθηκε δίπλα σε χιλιάδες άλλους διαδηλωτές που κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας αψηφώντας τα κυβερνητικά μέτρα και διεκδικώντας αξίες που για τους περισσότερους ήταν κατοχυρωμένες. «Είτε πρόκειται για τον Κουφοντίνα είτε για την πανεπιστημιακή αστυνομία, προσπαθούμε να επικαλεστούμε βασικές δυτικές αξίες, ένα κράτος δικαίου, για να διατηρήσουμε κάποια προσχήματα στον κόσμο που ζούμε.
Βλέπω συμφοιτητές μου που δεν ήταν σε καμία περίπτωση πολιτικοποιημένοι ή ευαισθητοποιημένοι κοινωνικά, που υπό “νορμάλ” συνθήκες πήγαιναν να κάνουν το μάθημά τους και έφευγαν, να συμμετέχουν στις φοιτητικές διαδηλώσεις. Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για δική μου ανησυχία, βλέπω ότι επικρατούν αμφισβήτηση και έλλειψη εμπιστοσύνης προς το σύστημα, ακόμα και από εκείνους που θεωρούσαν ότι το σύστημα είναι εκεί για να προστατεύει», επισημαίνει.